1 βῖκος, -ου, ὁ
• Grafía: graf. βεῖκ- ISmyrna 204.11 (II d.C.)


1 jarra, ánfora Hippon.16, βίκους φοινικηίους κατάγουσι οἴνου πλέους Hdt.1.194, cf. Ephipp.8, X.An.1.9.25, ἐν βίκοισι ταριχεύεσθαι ἔμελλεν Archestr.SHell.169, φοίνικας ... ἐμβαλὼν εἰς βίκους PHal.7.5 (III a.C.), PHib.49.8 (III a.C.), β. ἐσφρ(αγισμένος) ῥητίνης PGrenf.1.14.4 (II a.C.), ἰσχάδων β. Luc.DMeretr.14.2, βῖκον πεπλασμένον ὀστράκινον LXX Ie.19.1, cf. Sud. (l. βίκος)
alambique β. ὑέλινος Zos.Alch.224.5.

2 medida de superficie de extensión desconocida ὠνήσασθαι ... ψιλοὺς τόπους ... βίκων τεσσάρων POxy.3334.8 (I d.C.), cf. BGU 112.15 (I d.C.), PTeb.472 (II d.C.).

3 dud., quizá el mercado de las ánforas o jarras οἱ φορτηγοὶ οἱ περὶ τὸν βεῖκον ISmyrna l.c. (aunque cf. 3 βῖκος).
• Etimología: Quizá rel. c. egip. b’,k.t ‘vaso’ de aceite usado como medida.